Σου Χρωστάω Ένα Αντίο, Ήμουνα δεν ήμουνα 6 χρονών, λίγους μήνες πριν ξεκινήσω το σχολείο.
Δεν θυμάμαι καν τι εποχή ή τι μήνας ήταν. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι ήταν Δευτέρα.
Νωρίς το βραδάκι πήγα με τους γονείς μου επίσκεψη στη Νονά μου.
Η Νονά μου “ορκισμένη γεροντοκόρη” , εκείνη την εποχή γύρω στα 60 συγκατοικεί μαζί με τον Νονό μου , ετεροθαλή αδερφό της από άλλη μητέρα, επίσης εργένη.
Πολυ έξυπνοι άνθρωποι και οι δύο.
Η Νονά μου πολύ δραστήρια γυναίκα, έχει φάει τη ζωή με το κουτάλι και μου έχει μεγάλη αδυναμία. Ο Νονός μου σοβαρός, αυστηρός, λιγομίλητος, επίσης πολεμιστής με όλη τη σημασία της λέξεως, που επίσης μου έχει αδυναμία, αλλά δεν το δείχνει ποτέ. Νομίζω κράτησε πολλές αθεράπευτες πληγές μέσα του και δεν ανέκαμψε ποτέ απ’τον πόλεμο που έζησε και την απώλεια.
Με τη Νονά μου αισθάνομαι πραγματική πριγκίπισσα. Είναι τρυφερή και γλυκιά μαζί μου όλη την ώρα και δεν μου χαλάει ποτέ χατίρι, κάτι που μερικές φορές νευριάζει τον Νονό μου και της κάνει παρατήρηση.
Με το Νονό μου στο σπίτι όμως είμαι πιο μαζεμένη γιατί ούτε σ’εμένα αρέσουν οι παρατηρήσεις, παρ’ολο που δεν μου κάνει ποτέ. Δεν χρειάζεται κι όλας, ο τρόπος που με κοιτάει όταν κάνω σκανταλιές φτάνει και περισσεύει. Φυσικά ξέρω ότι μ’ αγαπάει, όπως τον αγαπώ κι εγώ και τον σέβομαι, αλλά πάντοτε φροντίζω να κρατάω μια απόσταση ασφαλείας.
Έτσι κι εκείνο το βράδυ η Νονά κι ο Νονός κάθονταν στις αγαπημένες τους πολυθρόνες στο σαλόνι. Δύο ξύλινες πολυθρόνες σαν αυτές που έχουν στις εκκλησίες (που γυρίζαμε κάθε τόσο με τη Νονά μου και τα “πίναμε” μαζί με τους πιστούς και τον παππά) με ψάθα που έχει πλέξει ο Νονός μου. Εμένα δεν με βόλευαν αλλά όταν έλειπε ο Νονός πάντοτε έτρεχα να κάτσω στη δική του, μόνο και μόνο για ν’ ακούσω απ’ την Νονά ” σήκω γρήγορα από κει, μην έρθει και σε δει” κι αμέσως να σηκώνεται εκείνη για να φτιάξει τα μαξιλάρια του.
Εκείνη τη στιγμή βέβαια ήταν κατειλημμένες και οι δύο κι εγώ σαν σίφουνας έτρεξα πρώτα στην αγκαλιά της Νονάς μου για χάδια και φιλιά κι αφού πήρα αρκετά, πήγα διστακτικά στον Νοννό μου να του φιλήσω το χέρι. Αυτός ήταν ο συνήθης χαιρετισμός μας, εγώ έσκυβα και του φιλούσα το χέρι κι εκείνος μου έδινε ένα απαλό χάδι στην κορυφή του κεφαλιού.
Εκείνο το βράδυ όμως ο Νονός μου δεν μου μίλησε καθόλου και τράβηξε απότομα το χέρι του όταν πήγα να το φιλήσω.
Το βλέμμα του ήταν εντελώς καταθλιπτικό και μυστήριο και μου έκοψε τελείως τα φτερά του ενθουσιασμού.
Οι γονείς μου κάθονταν στον μικρό καναπέ κι εγώ γρήγορα έτρεξα και κόλλησα μπροστά στην τηλεόραση γυρνώντας σε όλους την πλάτη.
Η τηλεόραση τότε είχε μόνο δύο κανάλια, αλλά πολλά να δεις και στο σπίτι της Νονάς μου ήταν μόνιμα ανοιχτή. Απ’το πρωί που ξυπνούσε μέχρι το βράδυ που πήγαινε για ύπνο. Την έκλεινε μόνο όταν έκανε την προσευχή της και διάβαζε τα φυλλάδια που έπαιρνε απ’την εκκλησία.
Μπροστά στην τηλεόραση τώρα μου πήρε ελάχιστα να απομονώσω τον ήχο απ’τις κουβέντες των μεγάλων (που έτσι κι αλλιώς ήταν σε ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα)
και να αφοσιωθώ στο “θέατρο της Δευτέρας”, που έπαιζε η τηλεόραση εκείνη την ώρα. Κι αυτό ήταν καταθλιπτικό όμως κι έτσι έβλεπα αλλά δεν παρακολουθούσα, κι απομονώθηκα ακόμη περισσότερο και εστίασα στον εαυτό μου και στα συναισθήματα μου. Το έχω αυτό το κακό ελάττωμα από πάντα να θέλω να εξηγήσω αμέσως ότι με βαραίνει και μου χαλάει την διάθεση και να το πετάξω στα σκουπίδια.
Εκείνο το βράδυ δεν τα κατάφερα πολύ καλά και κάποια στιγμή έκλαψα κι όλας. Δεν μπορούσα με τίποτα να εξηγήσω την συμπεριφορά του Νονού μου γιατί αισθανόμουν ότι δεν είχα κάνει καμία σκανταλιά. Άλλωστε όταν έκανα το ήξερα γιατί όλες ήταν επίτηδες για να τους πειράξω και να τους τραβήξω την προσοχή.
Και τώρα έκλαιγα βουβά και δεν ήθελα την προσοχή κανενός πάνω μου. Ήταν απορροφημένοι απ’την συζήτηση τους έτσι κι αλλιώς κι ούτε καν κατάλαβαν όταν σηκώθηκα να πάρω χαρτομάντιλο για να φυσήξω τη μύτη μου. Επέστρεψα στη θέση μου και στο θέατρο της Δευτέρας με γυρισμένη την πλάτη μου σε όλους κι ούτε μίλησα, ούτε μου μίλησε κανείς μέχρι να έρθει η ώρα να φύγουμε. Συνέχισα να βλέπω το έργο χωρίς να καταλαβαίνω τίποτα γιατί το μόνο που με απασχολούσε ήταν αυτή η βαριά ατμόσφαιρα, ασυνήθιστη για ένα σπίτι που μου προκαλούσε μόνο χαρά.
Η τελευταία σκηνή του έργου κατάφερε να με βγάλει απ’την απομόνωση και μου τραβήξει έντονα το ενδιαφέρον.
Η εικόνα είναι παγωμένη και δείχνει μόνο μια ασπρόμαυρη οικογενειακή φωτογραφία με πολλά άτομα, τοποθετημένη πάνω σ’ένα κομμό, τραπεζάκι, τζάκι… δεν θυμάμαι γιατί εστίασα στην φωτογραφία. Υποτίθεται ήταν οι ηθοποιοί που είχαν πάρει μέρος, όμως εγώ μια σκέψη έκανα μόλις την είδα.
Είπα από μέσα μου, “αυτοί είναι όλοι πεθαμένοι”. Μ’ έπιασε μια ταραχή κι αμέσως έγραψε “ΤΕΛΟΣ”. Κι η επόμενη ταραγμένη σκέψη μου, “απόψε κάποιος θα πεθάνει” και η ταραχή μου μεγάλωσε και πλέον δεν μπορούσα να το διαχειριστώ και άρχισα να κουνιέμαι νευρικά πάνω στο ντιβάνι, παρακολουθώντας τα γράμματα με αγωνία και περιμένοντας με το παιδιάστικο μυαλό μου να δείξει ακόμα μια σκηνή με κάτι αισιόδοξο. Όμως δεν έδειξε κι αυτό φαίνεται ήταν το σινιάλο για να φύγουμε κι εμείς, αφού οι συζητήσεις είχαν σταματήσει μαζί με το έργο κι οι γονείς μου σηκώθηκαν.
“Πάμε” άκουσα ύστερα από πολύ ώρα και δεν θυμάμαι τίποτα απ’ τον αποχαιρετισμό , ούτε στο αυτοκίνητο, ούτε στο σπίτι μας.
Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι οι γονείς μου συνέχισαν την συζήτηση σε έντονο ύφος κι εγώ κοιμήθηκα.
Θυμάμαι έντονα το όνειρο που είδα εκείνο το παράξενο βράδυ, σαν να είναι τώρα κι ας έχουν περάσει 46 χρόνια από τότε.
Κάποια στιγμή μέσα στον ύπνο μου, εντελώς ξαφνικά αισθάνθηκα σαν ένα αόρατο χέρι με πήρε και με τοποθέτησε σ’ ένα στούντιο που παιζόταν η τελευταία σκηνή. Μπροστά μου είχα μια τεράστια έρημο και στο βάθος φαινόταν ένας τεράστιος κατακόκκινος Ήλιος που έδυε αργά. Ξαφνικά εμφανίστηκε στο κέντρο μου ο Νονός μου ντυμένος με το καλό του το μαύρο κουστούμι με το λευκό πουκάμισο και το μαύρο παπιγιόν και τα μαύρα του καλά παπούτσια καλογυαλισμένα. Δεν θυμάμαι αλλά νομίζω ότι φορούσε και τα γυαλιά του. Εκείνος ήταν στην άμμο κι εγώ έξω απ’το σκηνικό. Όμως δεν πατούσε στην άμμο, πατούσε στον αέρα μερικά εκατοστά πάνω της. Σήκωσε το χέρι του και με χαιρετούσε και ταυτόχρονα δυνατός άνεμος σαν να τον παρέσυρε προς τα πίσω κι εκείνος προσπαθούσε να πατήσει στο έδαφος για να κρατηθεί, αλλά δεν τα κατάφερνε. Στο βάθος ένας καβαλάρης με μαύρα ρούχα πάνω σ’ένα μαύρο άλογο εμφανίστηκε μπροστά απ’τον Ήλιο κι άρχισε να καλπάζει προς τον Νονό μου. Εγώ φοβήθηκα, ο Νονός μου συνέχισε να κοιτάει εμένα και να μου κουνάει το χέρι ατάραχος, όμως είμαι σίγουρη ότι τον κατάλαβε κι εκείνος. Μέσα στον ύπνο μου έκλαιγα κι έλεγα “ο Νονός μου θα πεθάνει, ο Νονός μου θα πεθάνει…”
Εκείνος ήταν ήρεμος και συνέχιζε να κουνάει το χέρι και να με χαιρετάει, εγώ όμως προσπαθούσα να κουνήσω τα πόδια μου και να τον φτάσω κι όσο πιο πολύ προσπαθούσα να πλησιάσω κοντά του, τόσο πιο πολύ απομακρυνόταν και η αγωνία μεγάλωνε, γιατί ο Ήλιος έδυε κι ο καβαλάρης πλησίαζε όλο και πιο κοντά του. Ο άνεμος όμως δυνάμωνε και τον έσπρωχνε προς τα πίσω όλο και πιο κοντά στον μαύρο καβαλάρη.
Άρχισε να μου μιλάει και τα λόγια του έπαιρνε ο άνεμος κι εκείνος μίλαγε πιο δυνατά και πιο δυνατά για να τον ακούσω και τελικά έφτασαν τα λόγια του σ’ εμένα σαν ένας ψίθυρος. Θυμάμαι ότι επαναλάμβανε συνεχώς “γεια σου Χριστίνα, σ’ αγαπάω”. Αυτά σαν λόγια, γιατί άκουγα και τις σκέψεις του, “δεν είμαι θυμωμένος μαζί σου, συγνώμη, μη μου κρατάς κακία, σ’ αγαπάω Χριστινάκι μου…”
Επαναλάμβανε συνεχώς “Χριστίνα σ’αγαπάω” όμως κι όσο ο καβαλάρης πλησίαζε το φώναζε και πιο δυνατά γιατί κι ο άνεμος δυνάμωνε και το κλάμα μου επίσης. Δεν μπορούσα να κουνηθώ λες και ήμουν καρφωμένη κάτω, άπλωσα όμως το χέρι μου να τον αγγίξω κι είναι το μόνο που είδα από μένα, το άπλωσε κι εκείνος αλλά ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ο καβαλάρης είχε φτάσει δίπλα του. Άπλωσε το δεξί του χέρι και τον τράβηξε πάνω στο άλογο του.
Αμέσως έκανε στροφή και κατευθύνθηκε πάλι προς τον Ήλιο. Ο Νονός μου γύρισε το κεφάλι και με κοίταξε μια τελευταία φορά.
Δεν άκουσα τη φωνή του αλλά ένιωσα να μου λέει “μην κλαις”. Παρακολουθούσα την πορεία τους μέσα απ’τη σκόνη που σήκωνε το άλογο με τον γρήγορο καλπασμό του, ώσπου χάθηκαν από μπροστά μου μαζί με τον Ήλιο. Αυτή ήταν η τελευταία σκηνή.
Το σκηνικό σκοτείνιασε κι εγώ μέσα στον ύπνο μου, είδα ξανά τα γράμματα που είχα δει στο θέατρο της Δευτέρας ψηλά στον σκοτεινό ορίζοντα, ΤΕΛΟΣ.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ξύπνησα απ’ το τηλέφωνο που κουδούνιζε δίπλα μου.
Ήταν η Νονά μου που έκλαιγε και μου έλεγε να ξυπνήσω τη μαμά μου. Το ρολόι έγραφε 5 κι εγώ είπα μισοκοιμισμένη ακόμα “πέθανε ο νονός”. Άκουσα τη Νονά μου που έκλαιγε περισσότερο τώρα κι έτρεξα να ξυπνήσω τη μάνα μου.