Εκδίκηση, Ο λόγος για την αδικία
“Γιαν ετοιμάσου…”
“Σσσσς… έτοιμος είμαι” είπε ο πράκτορας καθώς οπλιζε το περίστροφο του. Άπλωσε το χέρι βιαστικά και πήρε το φάκελο που του έτεινε ο συνάδελφος του.
“Πλατφόρμα 2, βαγόνι 728” είπε ο ψιλολιγνος αξιωματικός και γύρισε την πλάτη στο νεαρό πράκτορα. Μόλις έφτασε στην πόρτα γύρισε ξανά κι αφού χαιρέτησε είπε, “να προσέχεις είναι επικίνδυνο ταξίδι”.
Ο Γιαν κούνησε το κεφάλι καταφατικά χωρίς ίχνος ανησυχίας.
Στο σταθμό περίμενε 20 λεπτά ώσπου να έρθει το αυτοκίνητο που θα τον μετέφερε μυστικά στην Κραϊόβα.
Ο νεαρός πράκτορας έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης, καθώς σκεφτόταν όλα αυτά που είχε κάνει για να πάρει αυτή την αποστολή. Είχε παίξει βρώμικα, πολύ βρώμικα, όμως ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου για κείνον.
Μόνος στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, δεν έβγαλε μιλιά μέχρι να φτάσουν στο απόμερο πέτρινο σπίτι, αόρατο μέσα στην πυκνή δεντροστοιχια.
Δεν είχε χρόνο για ξεναγήσεις. Είχε αλλάξει το εισιτήριο για το επόμενο δρομολόγιο και έπρεπε οπωσδήποτε να το προλάβει. Το ταξίδι όντως θα ήταν επικίνδυνο και έπρεπε να αλλάξει πολλά μεταφορικά μέσα καθώς θα περνούσε από εχθρικό έδαφος.
Έλεγξε άλλη μια φορά την ταυτότητα που του είχε δώσει ο αξιωματικός και την βρήκε εντάξει.
Στα χρόνια που ακολούθησαν έμελλε να αλλάξει πολλές…
Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού βγήκε τώρα και χώθηκε βιαστικά στο πίσω κάθισμα.
Το ντύσιμο του επέτρεπε μόνο επαφή με τα μάτια. Παρεδωσε έναν παλιό και τριμμένο σάκο στον Γιαν και πριν βγει ολόκληρος απ’ το αυτοκίνητο του είπε, “από δω και στο εξής θα με λες “κύριε” και θα με γνωρίζεις ως “ο τραπεζίτης”. Μη με αναζητήσεις, θα σε βρίσκω εγώ”. Έκλεισε την πόρτα απαλά και χάθηκε στο σκοτάδι.
Το αυτοκίνητο ξεκίνησε αμέσως.
“Όλα τώρα ξεκινάνε” σκέφτηκε ο Γιαν.
“Σσσσς… έτοιμος είμαι” είπε ο πράκτορας καθώς οπλιζε το περίστροφο του. Άπλωσε το χέρι βιαστικά και πήρε το φάκελο που του έτεινε ο συνάδελφος του.
“Πλατφόρμα 2, βαγόνι 728” είπε ο ψιλολιγνος αξιωματικός και γύρισε την πλάτη στο νεαρό πράκτορα. Μόλις έφτασε στην πόρτα γύρισε ξανά κι αφού χαιρέτησε είπε, “να προσέχεις είναι επικίνδυνο ταξίδι”.
Ο Γιαν κούνησε το κεφάλι καταφατικά χωρίς ίχνος ανησυχίας.
Στο σταθμό περίμενε 20 λεπτά ώσπου να έρθει το αυτοκίνητο που θα τον μετέφερε μυστικά στην Κραϊόβα.
Ο νεαρός πράκτορας έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης, καθώς σκεφτόταν όλα αυτά που είχε κάνει για να πάρει αυτή την αποστολή. Είχε παίξει βρώμικα, πολύ βρώμικα, όμως ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου για κείνον.
Μόνος στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, δεν έβγαλε μιλιά μέχρι να φτάσουν στο απόμερο πέτρινο σπίτι, αόρατο μέσα στην πυκνή δεντροστοιχια.
Δεν είχε χρόνο για ξεναγήσεις. Είχε αλλάξει το εισιτήριο για το επόμενο δρομολόγιο και έπρεπε οπωσδήποτε να το προλάβει. Το ταξίδι όντως θα ήταν επικίνδυνο και έπρεπε να αλλάξει πολλά μεταφορικά μέσα καθώς θα περνούσε από εχθρικό έδαφος.
Έλεγξε άλλη μια φορά την ταυτότητα που του είχε δώσει ο αξιωματικός και την βρήκε εντάξει.
Στα χρόνια που ακολούθησαν έμελλε να αλλάξει πολλές…
Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού βγήκε τώρα και χώθηκε βιαστικά στο πίσω κάθισμα.
Το ντύσιμο του επέτρεπε μόνο επαφή με τα μάτια. Παρεδωσε έναν παλιό και τριμμένο σάκο στον Γιαν και πριν βγει ολόκληρος απ’ το αυτοκίνητο του είπε, “από δω και στο εξής θα με λες “κύριε” και θα με γνωρίζεις ως “ο τραπεζίτης”. Μη με αναζητήσεις, θα σε βρίσκω εγώ”. Έκλεισε την πόρτα απαλά και χάθηκε στο σκοτάδι.
Το αυτοκίνητο ξεκίνησε αμέσως.
“Όλα τώρα ξεκινάνε” σκέφτηκε ο Γιαν.
Είχε εκπαιδευτεί καλά στη Ρουμανία και είχε τον τρόπο του, όμως για αυτόν τον παράξενο άντρα με τα μαύρα σπινθηροβόλα μάτια, δεν είχε καταφέρει να μάθει τίποτα.
Παρά μόνο ότι ήταν γόνος πλούσιας οικογένειας τραπεζιτών. Δεν εμφανιζόταν ποτέ δημόσια, κι όμως… όλες οι πόρτες άνοιγαν διάπλατα για κείνον.
Τελικά δεν τον ένοιαζε, μόνο ο “ιερός” σκοπός του είχε σημασία.
Η φυλή του είχε αποδεκατιστεί απ’τον εμφύλιο κι ότι είχε απομείνει το αποτελείωσαν οι Γερμανοί.
Είχε πάρει όρκο ιερό στο αίμα του πατέρα του, που χύθηκε στην τελευταία μονομαχία, να πάρει εκδίκηση με κάθε τρόπο.
Το Ελληνικό αίμα έπρεπε να ποτίσει όλη την Ευρώπη και η Γερμανία έπρεπε να εξευτελιστει και να εξαφανιστεί απ’το χάρτη.
Χάρη στον τραπεζίτη τώρα είχε χρήματα για τον ιερό σκοπό του και είχε και σχέδιο.
Ένα σχέδιο σατανικό, δεν θα του αντιστεκόταν κανείς! Θα χτυπούσε εκ των έσω. Τον Λεο θα τον άφηνε τελευταίο και θα τον σκότωνε ο ίδιος με το μαχαίρι του.
“Ο δειλός…” είχε τολμήσει να φύγει μετά τα τελευταία γεγονότα. “Μα τι νόμιζε ο ηλίθιος, πως δεν θα τον κυνηγούσα;;;”
Παρά μόνο ότι ήταν γόνος πλούσιας οικογένειας τραπεζιτών. Δεν εμφανιζόταν ποτέ δημόσια, κι όμως… όλες οι πόρτες άνοιγαν διάπλατα για κείνον.
Τελικά δεν τον ένοιαζε, μόνο ο “ιερός” σκοπός του είχε σημασία.
Η φυλή του είχε αποδεκατιστεί απ’τον εμφύλιο κι ότι είχε απομείνει το αποτελείωσαν οι Γερμανοί.
Είχε πάρει όρκο ιερό στο αίμα του πατέρα του, που χύθηκε στην τελευταία μονομαχία, να πάρει εκδίκηση με κάθε τρόπο.
Το Ελληνικό αίμα έπρεπε να ποτίσει όλη την Ευρώπη και η Γερμανία έπρεπε να εξευτελιστει και να εξαφανιστεί απ’το χάρτη.
Χάρη στον τραπεζίτη τώρα είχε χρήματα για τον ιερό σκοπό του και είχε και σχέδιο.
Ένα σχέδιο σατανικό, δεν θα του αντιστεκόταν κανείς! Θα χτυπούσε εκ των έσω. Τον Λεο θα τον άφηνε τελευταίο και θα τον σκότωνε ο ίδιος με το μαχαίρι του.
“Ο δειλός…” είχε τολμήσει να φύγει μετά τα τελευταία γεγονότα. “Μα τι νόμιζε ο ηλίθιος, πως δεν θα τον κυνηγούσα;;;”
Ο Γιαν ήταν μόλις 13 χρονών αλλά είχε μάθει καλά ν’ακολουθει τα ίχνη του εχθρού.
Η εκπαίδευση του στην Τσιγγάνικη μαγεία, είχε συμπληρωθεί με άριστα απ’ την στρατιωτική εκπαίδευση και τώρα στα 21 του πλέον, αισθανόταν μεγάλη αυτοπεποίθηση.
Είχε αλλάξει τραίνα και πλοία, αλλά τελικά μετά από μια ολιγοωρη στάση στην Κωνσταντινούπολη και 31 ώρες ταξιδιού κατάφερε να φτάσει στην Πάτρα.
Με τον παράξενο συνταξιδιωτη του, αποχαιρετηθηκαν στην έξοδο του λιμανιού , με την υπόσχεση να βρεθούν τις επόμενες μέρες. Πήραν από ένα ταξί και χάθηκαν σε δύο διαφορετικές κατευθύνσεις.
Ο Αντώνης φαινόταν καλός, αλλά έκανε πολλές ερωτήσεις, σκέφτηκε καχύποπτα ο Γιαν. Πάντως θα τον συναντούσε άλλη μια φορά. Έκαναν καλή παρέα οι δυο τους και είχαν πολλά κοινά.
Τρία τετράγωνα διένυσε το ταξί και άφησε τον Αντώνη έξω από ένα ξενοδοχείο της σειράς.
Η εκπαίδευση του στην Τσιγγάνικη μαγεία, είχε συμπληρωθεί με άριστα απ’ την στρατιωτική εκπαίδευση και τώρα στα 21 του πλέον, αισθανόταν μεγάλη αυτοπεποίθηση.
Είχε αλλάξει τραίνα και πλοία, αλλά τελικά μετά από μια ολιγοωρη στάση στην Κωνσταντινούπολη και 31 ώρες ταξιδιού κατάφερε να φτάσει στην Πάτρα.
Με τον παράξενο συνταξιδιωτη του, αποχαιρετηθηκαν στην έξοδο του λιμανιού , με την υπόσχεση να βρεθούν τις επόμενες μέρες. Πήραν από ένα ταξί και χάθηκαν σε δύο διαφορετικές κατευθύνσεις.
Ο Αντώνης φαινόταν καλός, αλλά έκανε πολλές ερωτήσεις, σκέφτηκε καχύποπτα ο Γιαν. Πάντως θα τον συναντούσε άλλη μια φορά. Έκαναν καλή παρέα οι δυο τους και είχαν πολλά κοινά.
Τρία τετράγωνα διένυσε το ταξί και άφησε τον Αντώνη έξω από ένα ξενοδοχείο της σειράς.
“Πόσο θα μείνετε;” τον ρώτησε πολύ ευγενικά ο ρεσεψιονίστ.
“Δεν έχω αποφασίσει ακόμα, ίσως τρεις – τέσσερις μέρες”.
“Πολύ καλά” απάντησε ο ρεσεψιονίστ χαμογελώντας βαριεστημενα και του έδωσε το κλειδί 10 για το ακριανο δωμάτιο του 2ου ορόφου, που έβλεπε στον πίσω δρόμο. “Είναι πιο ήσυχα” είπε διστακτικά.
Οι πελάτες δεν το προτιμούν και ίσως μύριζε μούχλα.
“Είναι εντάξει” είπε ο Αντώνης και προχώρησε στη σκάλα χωρίς να δώσει την βαλίτσα του . Παρά τα 27 του χρόνια, αισθανόταν πολύ κουρασμένος κι όταν επιτέλους μπήκε στο δωμάτιο του, έκλεισε την πόρτα και σωριάστηκε στο κρεβάτι.
Ο Γιαν οδήγησε το ταξί έξω απ’την πόλη στον καταυλισμό των Τσιγγάνων. Από ένα μικρό κορίτσι οδηγήθηκε στο βάθος, στο μεγαλύτερο κατάλυμα. Το σχέδιο μόλις είχε μπει σ’εφαρμογή…
56 χρόνια μετά καθόταν όρθιος δίπλα στη γυναίκα του που δεν είχαν βάλει ποτέ στεφάνι, περιμένοντας τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, να καλέσει τον τελευταίο μάρτυρα κατηγορίας, και να ολοκληρωθεί η εξέταση για να πάρει το λόγο ο Εισαγγελέας. Η δίκη είχε διαρκέσει 42 ημέρες κεκλεισμένων των θυρών, όμως ήταν σίγουρος ότι όλος ο κόσμος θα μάθαινε την ιστορία. Πάνω από 150 άτομα είχαν καθήσει μαζί του “στο σκαμνί” και θεωρούνταν ήδη όλοι καταδικασμένοι.
Πάλι καλά που είχε καταργηθεί η θανατική ποινή , σκέφτηκε ο Γιαν γιατί σίγουρα θα τον “έστηναν στον τοίχο”.
Δεν ήθελε να πεθάνει, ακόμα κι έτσι η ζωή ήταν γλυκιά και “μα τα γένια του Μέρλιν” είχε απολαύσει κάθε στιγμή της διαδρομής του.
Τελικά η πόρτα άνοιξε και οι δικαστές μπήκαν συνοφρυωμενοι στην αίθουσα.
Δεν τον συμπαθούσαν καθόλου και δεν το έκρυβαν.
Ο τελευταίος μάρτυρας περπάτησε ίσια όλο τον διάδρομο και πριν βάλει το χέρι του σταθερά στο Ευαγγέλιο, γύρισε και κοίταξε τον Γιαν. Το πρόσωπο του ήταν παγωμένο και δεν καθρεφτιζε κανένα συναίσθημα.
Ο Γιαν κράτησε την αναπνοή του και ξανασκέφτηκε εκείνη, την θανατική ποινή…
Ίσως ήταν καλύτερα να τελειωνε…
Ο Αντώνης!!! Ο καλύτερος του φίλος και σύμμαχος!!! Επί 56 χρόνια μαζί σε όλα, αχώριστοι!!! “Πως μπόρεσε…;;;”
Αδύνατον… κι όμως τώρα που το ξανασκεφτοταν, ο Αντώνης ήταν πολύ καλός στα λόγια, αλλά η αλήθεια ήταν…
Δεν τον είχε δει ποτέ στις πράξεις.
Τον νόμιζε δειλό, αλλά δεν ήταν.
Ο Αντώνης, ο μικρότερος αδερφός του Λεο, επίσης μυστικός πράκτορας, ακολουθούσε και παρακολουθούσε τον Γιαν όλα τα χρόνια, απ’την τελευταία μονομαχία.
Αθέατα, μυστικά…
Είχε συγκεντρώσει πλούσιο υλικό για τη δράση του Γιαν και τώρα παρέδωσε στον Πρόεδρο, έναν ογκώδη φάκελο με όλα τα στοιχεία. Φωτογραφίες, ηχογραφήσεις, έγγραφα…, όλα.
Το δικαστήριο διέκοψε μέχρι την επόμενη μέρα στις 10.
Ξαπλωμένος στο κρεβάτι του κελιού του ο Γιαν, ένιωθε τους τοίχους να συρρικνώνονται και να τον πνίγουν. Εκείνο το βράδυ πέρασε όλα τα στάδια της απόγνωσης. Έκλαψε, ούρλιαξε, χτυπήθηκε, προσευχήθηκε, ακόμα και ρόλους προβαρε όπως έκανε σε όλη του τη ζωή. Προσπάθησε να “ταξιδέψει” για ακόμα μία φορά, αλλά είχαν κλείσει ακόμα και οι “πύλες” του νου του…
Έβρισε δυνατά κάθε βρισιά που ήξερε και στο τέλος παραδόθηκε σ’ έναν βασανιστικό ολιγόλεπτο ύπνο, για να πεταχτεί έντρομος με γουρλωνενα μάτια και μούσκεμα στον ιδρώτα, μόλις άκουσε το κλειδί στην πόρτα. “Αυτό είναι το τέλος…”
Με τη σειρά ένας ένας οι κατηγορούμενοι άκουσαν την ποινή τους και πήραν “φύλλο πορείας” για όλες τις φυλακές του κόσμου. Κάποιοι χειρότερα ακόμα για τα ψυχιατρεία. Εκεί και η γυναίκα του.
Δεν έδινε δεκάρα τελικά, την πάρτη του σκεφτόταν τώρα που άκουγε το δικό του κατηγορητήριο. Όλοι έκαναν την επιλογή τους. Το ήξεραν ότι ρισκάρουν.
Ο Πρόεδρος ξεροβηξε πριν ξεκινήσει το κατηγορητήριο και τον έβγαλε βίαια απ’ τις σκοτεινές σκέψεις του.
Αν κάποιος βιαζόταν να τελειώσει αυτό το δράμα, αυτός ήταν ο Πρόεδρος. Αλλά τώρα διάβαζε αργά, βασανιστικά σαν να το ευχαριστιόταν.
“Για την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση…
Κρίνεται ένοχος, χωρίς ελαφρυντικά.
Για την κατηγορία της απαγωγής και κακοποίησης ανηλίκων…
Κρίνεται ένοχος χωρίς ελαφρυντικά”
Είπε με στιβαρή φωνή ο Πρόεδρος κι ήταν σαν χαστούκι στο πρόσωπο του Γιαν
Απάτη… ένοχος
Πλαστογραφία, πλαστοπροσωπία… ένοχος
Υπεξαίρεση ξένης περιουσίας… ένοχος
Υποκίνησης παράνομων και τρομοκρατικών ενεργειών… ένοχος
“Για την κατηγορία της εμπορίας και διακίνησης παράνομων και εθιστικων ουσιών… κρίνεται ένοχος”
Είπε και τον “κάρφωσε” στα μάτια με έμφαση.
Μικρή παύση μέχρι να εμπεδώσουν όλοι γιατί ακριβώς μιλούσε και συνέχισε.
Ο Γιαν δεν άκουγε πλέον.
Για την κατηγορία, για την κατηγορία…
Ένοχος, ένοχος, ένοχος…
Επαναλαμβάνονταν σαν αντίλαλος Στ’ αυτιά του οι λέξεις . Μέσα του παρακαλούσε να τελειώσει πια αυτό το μαρτύριο.
“Ας με σκοτώσουν να τελειώνουμε” σκέφτηκε ο Γιαν. Όμως όχι, δεν θα του το έκαναν τόσο εύκολο…
“Τρις ισόβια, χωρίς αναστολή” είπε τελικά ο Πρόεδρος και η συνεδρίαση έληξε.
Για μερικά δευτερόλεπτα κανείς δεν κουνήθηκε απ’την θέση του.
Την πρώτη κίνηση έκανε ο δικηγόρος του Γιαν. Κι αυτός βιαζόταν να τελειώσουν. Αισθανόταν ανήμπορος και ντροπιασμένος.
Κινήθηκε προς τον Γιαν και του έτεινε διστακτικά το χέρι. Ο Γιαν δεν ανταποκρίθηκε. Μερικά παγωμένα δευτερόλεπτα μεταξύ τους κι ύστερα ο δικηγόρος είπε τραβώντας το χέρι του σιγά, “λυπάμαι, δεν μπορούσα να κάνω και πολλά. Πολλοί οι μάρτυρες, πολλά τα ενοχοποιητικά στ…”
Ο Γιαν τον διέκοψε απότομα με μια βίαιη κίνηση του χεριού του.
” Θα με λυντσάρουν… δεν καταλαβαίνεις…;;; σώσε με σε παρακαλώ, σε παρακαλώ”
Τώρα φώναζε δυνατά καθώς οι αστυνομικοί του περνούσαν χειροπέδες και τον οδηγούσαν έξω.
Τα φλας αστραψαν και το βουητό των συγκεντρωμένων ανθρώπων, έφτασε Στ’ αυτιά του. “Έλεος! Σαν συλλαλητήριο μοιάζει” η τελευταία σκέψη του, πριν λιποθυμήσει και μεταφερθεί αναίσθητος στο περιπολικό.
Η βουή κόπασε για λίγο. Ο Λεο και ο Αντώνης εμφανίστηκαν μέσα απ’το πλήθος.
Τα μικρόφωνα κόλλησαν στα πρόσωπα τους και τα φλας τους τύφλωσαν.
“Πείτε μας κάτι” είπε ένας δημοσιογράφος.
“Αύριο στις 3 το μεσημέρι στη συνέντευξη τύπου θα τα μάθετε όλα” είπε ο Αντώνης αποφασιστικά και άνοιξε δρόμο ανάμεσα στο πλήθος για κείνον και τον αδερφό του.
“Δεν έχω αποφασίσει ακόμα, ίσως τρεις – τέσσερις μέρες”.
“Πολύ καλά” απάντησε ο ρεσεψιονίστ χαμογελώντας βαριεστημενα και του έδωσε το κλειδί 10 για το ακριανο δωμάτιο του 2ου ορόφου, που έβλεπε στον πίσω δρόμο. “Είναι πιο ήσυχα” είπε διστακτικά.
Οι πελάτες δεν το προτιμούν και ίσως μύριζε μούχλα.
“Είναι εντάξει” είπε ο Αντώνης και προχώρησε στη σκάλα χωρίς να δώσει την βαλίτσα του . Παρά τα 27 του χρόνια, αισθανόταν πολύ κουρασμένος κι όταν επιτέλους μπήκε στο δωμάτιο του, έκλεισε την πόρτα και σωριάστηκε στο κρεβάτι.
Ο Γιαν οδήγησε το ταξί έξω απ’την πόλη στον καταυλισμό των Τσιγγάνων. Από ένα μικρό κορίτσι οδηγήθηκε στο βάθος, στο μεγαλύτερο κατάλυμα. Το σχέδιο μόλις είχε μπει σ’εφαρμογή…
56 χρόνια μετά καθόταν όρθιος δίπλα στη γυναίκα του που δεν είχαν βάλει ποτέ στεφάνι, περιμένοντας τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, να καλέσει τον τελευταίο μάρτυρα κατηγορίας, και να ολοκληρωθεί η εξέταση για να πάρει το λόγο ο Εισαγγελέας. Η δίκη είχε διαρκέσει 42 ημέρες κεκλεισμένων των θυρών, όμως ήταν σίγουρος ότι όλος ο κόσμος θα μάθαινε την ιστορία. Πάνω από 150 άτομα είχαν καθήσει μαζί του “στο σκαμνί” και θεωρούνταν ήδη όλοι καταδικασμένοι.
Πάλι καλά που είχε καταργηθεί η θανατική ποινή , σκέφτηκε ο Γιαν γιατί σίγουρα θα τον “έστηναν στον τοίχο”.
Δεν ήθελε να πεθάνει, ακόμα κι έτσι η ζωή ήταν γλυκιά και “μα τα γένια του Μέρλιν” είχε απολαύσει κάθε στιγμή της διαδρομής του.
Τελικά η πόρτα άνοιξε και οι δικαστές μπήκαν συνοφρυωμενοι στην αίθουσα.
Δεν τον συμπαθούσαν καθόλου και δεν το έκρυβαν.
Ο τελευταίος μάρτυρας περπάτησε ίσια όλο τον διάδρομο και πριν βάλει το χέρι του σταθερά στο Ευαγγέλιο, γύρισε και κοίταξε τον Γιαν. Το πρόσωπο του ήταν παγωμένο και δεν καθρεφτιζε κανένα συναίσθημα.
Ο Γιαν κράτησε την αναπνοή του και ξανασκέφτηκε εκείνη, την θανατική ποινή…
Ίσως ήταν καλύτερα να τελειωνε…
Ο Αντώνης!!! Ο καλύτερος του φίλος και σύμμαχος!!! Επί 56 χρόνια μαζί σε όλα, αχώριστοι!!! “Πως μπόρεσε…;;;”
Αδύνατον… κι όμως τώρα που το ξανασκεφτοταν, ο Αντώνης ήταν πολύ καλός στα λόγια, αλλά η αλήθεια ήταν…
Δεν τον είχε δει ποτέ στις πράξεις.
Τον νόμιζε δειλό, αλλά δεν ήταν.
Ο Αντώνης, ο μικρότερος αδερφός του Λεο, επίσης μυστικός πράκτορας, ακολουθούσε και παρακολουθούσε τον Γιαν όλα τα χρόνια, απ’την τελευταία μονομαχία.
Αθέατα, μυστικά…
Είχε συγκεντρώσει πλούσιο υλικό για τη δράση του Γιαν και τώρα παρέδωσε στον Πρόεδρο, έναν ογκώδη φάκελο με όλα τα στοιχεία. Φωτογραφίες, ηχογραφήσεις, έγγραφα…, όλα.
Το δικαστήριο διέκοψε μέχρι την επόμενη μέρα στις 10.
Ξαπλωμένος στο κρεβάτι του κελιού του ο Γιαν, ένιωθε τους τοίχους να συρρικνώνονται και να τον πνίγουν. Εκείνο το βράδυ πέρασε όλα τα στάδια της απόγνωσης. Έκλαψε, ούρλιαξε, χτυπήθηκε, προσευχήθηκε, ακόμα και ρόλους προβαρε όπως έκανε σε όλη του τη ζωή. Προσπάθησε να “ταξιδέψει” για ακόμα μία φορά, αλλά είχαν κλείσει ακόμα και οι “πύλες” του νου του…
Έβρισε δυνατά κάθε βρισιά που ήξερε και στο τέλος παραδόθηκε σ’ έναν βασανιστικό ολιγόλεπτο ύπνο, για να πεταχτεί έντρομος με γουρλωνενα μάτια και μούσκεμα στον ιδρώτα, μόλις άκουσε το κλειδί στην πόρτα. “Αυτό είναι το τέλος…”
Με τη σειρά ένας ένας οι κατηγορούμενοι άκουσαν την ποινή τους και πήραν “φύλλο πορείας” για όλες τις φυλακές του κόσμου. Κάποιοι χειρότερα ακόμα για τα ψυχιατρεία. Εκεί και η γυναίκα του.
Δεν έδινε δεκάρα τελικά, την πάρτη του σκεφτόταν τώρα που άκουγε το δικό του κατηγορητήριο. Όλοι έκαναν την επιλογή τους. Το ήξεραν ότι ρισκάρουν.
Ο Πρόεδρος ξεροβηξε πριν ξεκινήσει το κατηγορητήριο και τον έβγαλε βίαια απ’ τις σκοτεινές σκέψεις του.
Αν κάποιος βιαζόταν να τελειώσει αυτό το δράμα, αυτός ήταν ο Πρόεδρος. Αλλά τώρα διάβαζε αργά, βασανιστικά σαν να το ευχαριστιόταν.
“Για την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση…
Κρίνεται ένοχος, χωρίς ελαφρυντικά.
Για την κατηγορία της απαγωγής και κακοποίησης ανηλίκων…
Κρίνεται ένοχος χωρίς ελαφρυντικά”
Είπε με στιβαρή φωνή ο Πρόεδρος κι ήταν σαν χαστούκι στο πρόσωπο του Γιαν
Απάτη… ένοχος
Πλαστογραφία, πλαστοπροσωπία… ένοχος
Υπεξαίρεση ξένης περιουσίας… ένοχος
Υποκίνησης παράνομων και τρομοκρατικών ενεργειών… ένοχος
“Για την κατηγορία της εμπορίας και διακίνησης παράνομων και εθιστικων ουσιών… κρίνεται ένοχος”
Είπε και τον “κάρφωσε” στα μάτια με έμφαση.
Μικρή παύση μέχρι να εμπεδώσουν όλοι γιατί ακριβώς μιλούσε και συνέχισε.
Ο Γιαν δεν άκουγε πλέον.
Για την κατηγορία, για την κατηγορία…
Ένοχος, ένοχος, ένοχος…
Επαναλαμβάνονταν σαν αντίλαλος Στ’ αυτιά του οι λέξεις . Μέσα του παρακαλούσε να τελειώσει πια αυτό το μαρτύριο.
“Ας με σκοτώσουν να τελειώνουμε” σκέφτηκε ο Γιαν. Όμως όχι, δεν θα του το έκαναν τόσο εύκολο…
“Τρις ισόβια, χωρίς αναστολή” είπε τελικά ο Πρόεδρος και η συνεδρίαση έληξε.
Για μερικά δευτερόλεπτα κανείς δεν κουνήθηκε απ’την θέση του.
Την πρώτη κίνηση έκανε ο δικηγόρος του Γιαν. Κι αυτός βιαζόταν να τελειώσουν. Αισθανόταν ανήμπορος και ντροπιασμένος.
Κινήθηκε προς τον Γιαν και του έτεινε διστακτικά το χέρι. Ο Γιαν δεν ανταποκρίθηκε. Μερικά παγωμένα δευτερόλεπτα μεταξύ τους κι ύστερα ο δικηγόρος είπε τραβώντας το χέρι του σιγά, “λυπάμαι, δεν μπορούσα να κάνω και πολλά. Πολλοί οι μάρτυρες, πολλά τα ενοχοποιητικά στ…”
Ο Γιαν τον διέκοψε απότομα με μια βίαιη κίνηση του χεριού του.
” Θα με λυντσάρουν… δεν καταλαβαίνεις…;;; σώσε με σε παρακαλώ, σε παρακαλώ”
Τώρα φώναζε δυνατά καθώς οι αστυνομικοί του περνούσαν χειροπέδες και τον οδηγούσαν έξω.
Τα φλας αστραψαν και το βουητό των συγκεντρωμένων ανθρώπων, έφτασε Στ’ αυτιά του. “Έλεος! Σαν συλλαλητήριο μοιάζει” η τελευταία σκέψη του, πριν λιποθυμήσει και μεταφερθεί αναίσθητος στο περιπολικό.
Η βουή κόπασε για λίγο. Ο Λεο και ο Αντώνης εμφανίστηκαν μέσα απ’το πλήθος.
Τα μικρόφωνα κόλλησαν στα πρόσωπα τους και τα φλας τους τύφλωσαν.
“Πείτε μας κάτι” είπε ένας δημοσιογράφος.
“Αύριο στις 3 το μεσημέρι στη συνέντευξη τύπου θα τα μάθετε όλα” είπε ο Αντώνης αποφασιστικά και άνοιξε δρόμο ανάμεσα στο πλήθος για κείνον και τον αδερφό του.